βδελύσσω

βδελύσσω
+ V 13-1-7-17-12=50 Gn 26,29; Ex 1,12; 5,21; Lv 11,11.13
A: to make repulsive or abominable [τι] Ex 5,21
M: feel a loathing at [τι] Gn 26,29; id. [ἀπό τινος] Ex 1,12 P: to be abominated, to be abhorred Lv 18,30
βδελύγματι βδελύξῃ you shall altogether abominate Dt 7,26
Cf. CAIRD 1968b=1972 120; CONYBEARE 1905, §84; DANIEL, S. 1966, 179; HARL 1986a, 213-214;
HELBING 1928, 24-25; LE BOULLUEC 1989 77(Ex 1,12); →NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • огнушаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (греч. βδελύσσω) делаю гнусным (Исх. 5, 21) …   Словарь церковнославянского языка

  • омерзаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (βδελύσσομαι, βδελύσσω) гнушаюсь (Пс. 118, 163) …   Словарь церковнославянского языка

  • αμυσχρός — ἀμυσχρός, ά, ὸν (ΑΜ) (Μ και ἀμυχρὸς και ἀμυχνός, ή, όν) αμόλυντος, καθαρός, αγνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μύσκος «μίασμα, κήδος» (Ησύχ.), ή μύσος «ακαθαρσία, μόλυνση, μίασμα». Πρόκειται για εκφραστικό επίθετο σε χρος (ἀμυσχρός: ἀμύσσω κατά το… …   Dictionary of Greek

  • βδελύσσομαι — (AM βδελύσσομαι, Α και βδελύσσω, ττω, ττομαι) αισθάνομαι αηδία για κάποιον ή κάτι, σιχαίνομαι αρχ. 1. ( σσω) καθιστώ κάτι σιχαμένο 2. ( ομαι) γίνομαι σιχαμένος, μισητός 3. (μτχ. παρακμ.) oἱ ἐβδελυγμένοι σιχαμένοι, μολυσμένοι από την επαφή με… …   Dictionary of Greek

  • τρισβδέλυκτος — ον, Α πάρα πολύ σιχαμερός, αποτρόπαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + βδελυκτός «βρομερός, σιχαμερός» (< βδελύσσω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”